Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

''Δηλώνω δυστυχής''

<<Δηλώνω δυστυχής. Δεν με σηκώνει το κλίμα του κόσμου. Δεν το αντέχω. Δεν βρίσκω νόημα σε τίποτα και ωστόσο βρίσκω κάποιο νόημα σε αυτό. Δεν με κατάλαβε κανένας που να ζει και κανένας που να γνώρισα. Όχι μομφή. Κώδικας ασύμβατος.  

''Vertigo'' δεν είναι ο φόβος του ύψους, είπε ο  Κούντερα, αλλά η φωνή του κενού που σε καλεί να πας κοντά του. Θα πάω. 

Δεν βρίσκω άλλη πλάκα σε αυτό το θλιβερό τσίρκο της φθοράς και της απογοήτευσης. Δεν ξέρω αν απέτυχα στα μέτρα των ανθρώπων. Ξέρω σίγουρα πως προσπάθησα. Και υποθέτω προσπάθησα με όλη μου τη δύναμη, για κάτι όχι σαφώς εκπεφρασμένο, παρά μονάχα για ό,τι κατάφερα να ψηλαφήσω μέσα από τη μουσική και μέσα από τη γνώση.  Και παράπονο δεν έχω. Δεν είναι τα θλιβερά παιδικά χρόνια και τα πάσης φύσεως τραύματα και οι αναμνήσεις και οι φόβοι. Θα μπορούσαν. Όλα τους με στοιχειώνουν με θαυμαστή συνέπεια. Ωστόσο, είναι ένας βούρκος που με τραβάει προς τα κάτω, με μια δύναμη ευθέως ανάλογη αυτής που εξασκώ για να ξεφύγω.  

Σίγουρα δεν υπάρχει θεός. Δεν θα τυρρανιόταν αυτοί που προσπαθούν. Και αν υπάρχει, θα καταλάβει. Χόρτασα και δεν χόρτασα - έζησα αντιπροσωπευτικά. Και έμαθα πολλά, στα μέτρα τα δικά μου. Αγάπησα τη γνώση, μα ούτε αυτή τη βρήκα. Δεν ξέρω αν θέλω να με θυμούνται, θα ήταν θλιβερό. Δεν ξέρω καν πόσο με γνώρισαν, αυτοί που μένουν θεατές αυτής της μίζερης και θαυμαστής κανονικότητας. Στο όνειρό μου ζω σε ένα ξύλινο αγροτόσπιτο κάπου στη Γερμανία με θέα τις Άλπεις - δεν ξέρω αλήθεια πώς μου κόλλησαν οι Άλπεις - αναπνέω καθαρό αέρα, βλέπω τα αγριολούλουδα και είμαι μακριά. ''Ευτυχισμένος αυτός που βρίσκεται όσο πιο μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε.'' Έχουν δίκιο. Το όνειρό μου με τον Αυστροπολωνό και τα παιδιά. Το ευρωπαϊκό μου όνειρο. Μπορεί κάποια στιγμή να τα κατάφερνα, είναι πιθανό. Δεν θέλω να προσπαθήσω άλλο. Αυτό που κάποιοι λογίζουν ως παραίτηση, εγώ το λέω επιλογή να απέχω.

Γελοία τα γράμματα που προηγούνται της αυτοχειρίας. Αν έβρισκε κανείς κατανόηση και ενσυναίσθηση, όμοια με εκείνης στο τραγούδι του Ρασούλη, θα έβρισκε μια σπιθαμή γης να τον χωρέσει. Και μια ανθρωπένια αγκαλιά που να κουμπώνει.

Θέλω να φύγω μια μέρα άνοιξης. Ένα ζεστό πρωινό, απ'αυτά που το σοβαρότερο πράγμα ειπωμένο αποσιωπείται από τον ήλιο και τα σύννεφα. Μέσα στην πέτρα, στο ξύλο και στη θέα. Δεν ζήτησα παρηγοριά και άλλοθι σε ανθρώπους - ίσως γιατί δεν μπόρεσα. Γύρεψα νοσηλία στα σινεμά και τα βιβλία, όπως στο τραγούδι. Και στην καλοσύνη των ξένων. Αυτός είναι ο απολογισμός μου και σε αυτά είμαι ευγνώμων. Θέλω να φύγω μέσα σε ένα μπλε φόρεμα, χωρίς να σκέφτομαι και να θυμάμαι. >>

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

And bolt all the doors.




Φοβάμαι πως θα ζητήσω από άνθρωπο να τον κάνω μια αγκαλιά
Και αντί να τον κρατήσω επάνω μου σφιχτά
Θα χαθώ μέσα στα χέρια του σαν μια τόση δα κουκίδα.




Τι ντροπή.









Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

The Greatest




Χαμηλωμένα βλέμματα, βαριεστημένα συρτά βαδίσματα και ξέπνοες φωνές. 
''Ευχαριστούμε'', ''Παρακαλούμε'', ''Θα σας περιμένουμε''.
''Κι εγώ''.


Μια πόλη που βρίθει από σκουπίδια, τεράστια κακόγουστα γκράφιτι στους τοίχους νεοκλασικών και άτσαλα σουλουπωμένα σπίτια του '70. Ένα άθλιο σοβάντισμα εδώ, κακοβαμμένα κάγκελα πιο κει, πρόχειρα μερεμέτια σε τοίχους και μπαλκόνια και άλλα που η ανέχεια του ιδιοκτήτη δεν άφησε να ευοδωθούν.

Ευθύνες, λογαριασμοί και προθεσμίες.

Ετοιματζίδικα κακομαγειρεμένα κάτι-σαν-φαγητά του ποδαριού.

Παραπληροφόρηση, εξωραϊσμός, στρογγύλεμα του τέρατος στο χαρτί και στο γυαλί.

Μπαλατζάρισμα ισορροπιών και συμφερόντων.

Αβεβαιότητα και ένας κύριος χωμένος μέχρι τη μέση στον κάδο του στενακίου. 

Μαζικό, ταχύτατα εξαπλωνόμενο μη - αίσθημα πλήρους παράλυσης και η μοιρολατρική οιμωγή αυτών που, με τα χέρια να προσπαθούν να χωρέσουν μια νοερή ευμεγέθη σφαίρα κάπου στον ουρανό, έχουν υποστεί ''ανήκεστο βλάβη''.

Σκέψεις και μισές αρχές.



Εσύ. Αχ, εσύ.




Μια θλιβερή κανονικότητα.




Βαρέθηκες.



Θέλεις χαμόγελα, εσύ που δεν χαμογελούσες σχεδόν ποτέ, παρά μόνο σε στιγμές αμηχανίας και για να διασκεδάσεις τις εντυπώσεις, αποπροσανατολίζοντας τα επίμονα διερευνητικά βλέμματα που αποτολμούσαν να τρυπήσουν αδιάκριτα και με αυθάδεια την ανασφάλειά σου. 

Θέλεις τα ζεστά φρεσκομαγειρεμένα μαμαδίστικα φαγητά, από αυτά που ανακαλύπτεις συνταγές σε άκυρα μέρη του φυσικού και ηλεκτρονικού χωροχρόνου και φυλάς ευλαβικά μεταφρασμένες στο τετράδιό σου με τις πεταλούδες.

Θέλεις τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ, να χαριεντίζεται ξεδιάντροπα με εκείνη του χαρτιού ενός ανεξερεύνητου βιβλίου.

Θέλεις να σκέφτεσαι λιγότερο, να ανατέμνεις την πληγή με το αρρωστημένο βίτσιο του ιατροδικαστή λιγότερο. Πάει καιρός που χουφτώνεις τις πληγές σου με μια αξιοθαύμαστα συνεπή, περιοδική, τακτικότατη αυτιστική συναισθηματική εσωστρέφεια, όμοια, απαράλλαχτη με τον αρρωστημένο σαδισμό του δεκάχρονου που βασανίζει με πρόκες ανήμπορο σπουργίτι.

Θέλεις σχέδια για ταξίδια στην Πράγα, τη Δρέσδη, την Κρακοβία.

Θέλεις ταινίες του Κισλόφκι και μουσικές ονειροφαντασίες.

Θέλεις όνειρα για το αβέβαιο - και τι πειράζει; - μέλλον.



Θέλεις πίστη πως θα συμβούν.


Θέλεις αγκαλιές, φιλιά στο λαιμό και ανέμελες βόλτες στα σοκάκια της πόλης. Να χαζεύετε ανθισμένες αυλές, κιτς γκράφιτι που αγκαλιάζουν παρατημένα στραπατσαρισμένα νεοκλασικά και ουρανό.

Θέλεις τη γήινη μεστή μυρωδιά των νοτισμένων κίτρινων φύλλων, μεγάλων όσο μια παλάμη, στον περίβολο της εκκλησίας, που αναδύουν υπόκωφα φθινόπωρο και γονιμότητα. Είναι μεγάλα σαν παλάμες για να σε παίρνουν απ'το χέρι. 
Η' σαν να σου λένε ''κόλλα το''. 


Θέλεις να χαζέψεις τις αρχαίες ρωμαϊκές πέτρες με το δέος που σου υπαγορεύει το παρόν σου.

Να σεργιανίσεις μετά από δυο ποτήρια φτηνό κόκκινο κρασί τη φρεσκοσουρουπωμένη πόλη και να αφουγκραστείς τη ζωή, την αγωνία της, τον πυρετό σου.



Θέλεις.














Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

les parapluies de cherbourg




 Βρέθηκα - κάπως αμήχανα - μόνη μου, ένα παραδόξως τσουχτερό - ψύχρα - φθινοπωρινό βράδυ Δευτέρας σε ένα θερινό σινεμά που δεν είχα ξαναπάει, για την ακρίβεια αγνοούσα μέχρι τότε την ίδια του την ύπαρξή, ψάχνοντας μια θέση ανάμεσα στα διαζώματα ενός σχεδόν άδειου χώρου. Την ταινία την είχα ξαναδεί μόνη μου, στο σπίτι, ελλείψει αγγλικών υπότιτλων όμως δεν καταλάβαινα και πολλά, πέραν των συναισθηματικών εξάρσεων που μπορεί να αντιληφθεί κανείς εξωλεκτικά. Kαι μου είχε αρέσει και με άγγιξε και ανήκει πλέον στις αγαπημένες μου ταινίες και θα την ξαναέβλεπα - ψέματα δεν θα πω - το δίχως άλλο. 

 Η ιστορία διαδραματίζεται στο Χερβούργο, μια μικρή όμορφη γραφική πόλη - λιμάνι στη βορειοδυτική Γαλλία, τη δεκαετία του '60. Το σενάριο μάλλον απλό, η Geneviève, μια όμορφη νεαρή δεσποινίδα που ζει με τη μητέρα της, με την οποία διατηρεί κατάστημα που εμπορεύεται ομπρέλες -εξ ου και ο τίτλος- , ερωτεύεται τον επίσης νεαρό Guy (μηχανικός σε βενζινάδικο) και αψηφώντας τις επιφυλάξεις του περιβάλλοντός τους και τα περιορισμένα οικονομικά τους μέσα, αποφασίζουν να παντρευτούν. Συγκρατημένος ερωτισμός, γλυκά παιδιάστικα φιλιά και ανέμελοι περίπατοι στα σοκάκια του Χερβούργου, incognito βόλτες σε συνοικιακά μπαρ, σχέδια για το μέλλον (''Θα μυρίζεις συνέχεια βενζίνη, θα είμαστε ευτυχισμένοι''), με λίγα λόγια μια καλαίσθητη ελαφράδα που σε ξεσηκώνει, σε μαγεύει και σε κάνει να θέλεις να ερωτευτείς εδώ και τώρα. 

 Το love story παίρνει κακή τροπή όταν αυτός καλείται να εκπληρώσει τη θητεία του στο γαλλικό στρατό στον πόλεμο στην Αλγερία, γεγονός που συνεπάγεται πως θα μείνουν χώρια για τουλάχιστον μια διετία. Περνούν ένα τελευταίο βράδυ έρωτα μαζί  και κατόπιν εκείνος φεύγει. Στην πορεία εκείνη ανακαλύπτει πως είναι έγκυος, η επικοινωνία τους δια αλληλογραφίας - περιορισμένα τα μέσα της εποχής, γαρ - γίνεται όλο και πιο σποραδική, εκείνη γνωρίζει έναν γοητευτικό και δοτικό καθώς φαίνεται έμπορο διαμαντιών και με τα πολλά ενδίδει. Παντρεύεται και εγκαταλείπει μαζί με τη μητέρα της το Χερβούργο. Στο μεταξύ ο Guy επιστρέφει από τον πόλεμο, παθαίνει ένα σχετικό κοκομπλόκο στην είδηση πως η αγαπημένη του παντρεύτηκε και έφυγε αναπάντεχα και δια παντός και περνάει μια δύσκολη περίοδο (misbehaving, παραίτηση απ' τη δουλειά, ποτό, γυναίκες) μέχρι να έρθει στα ίσια του, - έτρεφε αισθήματα, άλλωστε. Με τα πολλά, νυμφεύεται μια τσιμπημένη μαζί του ευειδή και καλοκάγαθη γειτονοπούλα, τη Madeleine, που μέχρι πρότινος εκτελούσε χρέη νοσοκόμας στη νεκρή πια θεία του και ανοίγουν σπιτικό. Το τελευταίο μέρος μάς μεταφέρει λίγα χρόνια μετά όπου η Geneviève επιστρέφει με την κόρη της για λίγες μέρες στο Χερβούργο, ως εύπορη πια κυρία, και σταματά με το αυτοκίνητό της (το παιδί μέσα) κατά τύχη στο ιδιόκτητο βενζινάδικο του Guy, μια βραδιά Χριστουγέννων. Τον βρίσκει μόνο του και έχουν ένα σύντομο διάλογο που καταλήγει με εκείνον να τη ρωτά πώς ονόμασε το παιδί τους. Εκείνη απαντά Françoise - το όνομα που σχεδίαζαν να δώσουν στο πρώτο τους παιδί κάποτε μαζί -, ρωτά αν θέλει να τη δει και εκείνος αποκρίνεται με ένα μεγαλοπρεπές όσο και αδιαπραγμάτευτο ''όχι''. Τελευταία σκηνή με το αυτοκίνητο να φεύγει και τον Guy να παίζει χιονοπόλεμο ευτυχισμένος με τη γυναίκα και το γιο του.  

  Είναι πολλά που με συγκινούν σε αυτή την ταινία. Είναι το γραφικό Χερβούργο με τα σοκάκια και τη 60's νορμανδική αισθητική. Είναι οι διάλογοι των πρωταγωνιστών που στις λίγες - στη μόνη που ξέρω, τουλάχιστον, ταινία - που δεν έχει αξιώσεις αμιγούς μιούζικαλ διεξάγονται εξ ολοκλήρου τραγουδιστά. Και δη στα γαλλικά. Είναι η υπέροχα μελωδική μουσική του Michel Legrand που συγκαταλέγεται στα αγαπημένα μου μουσικά θέματα. Η αγγλική εκδοχή του τραγουδιού είναι το ''I will wait for you'' με προσωπικό highlight τους στίχους ''Anywhere you wander, any place you go, every day remember how I love you so / In your heart believe what in my heart I know, that forevermore I'll wait for you.'' Μεγαλόπρεπο, αν μη τι άλλο. Eίναι η μοναδικά εύθραστη ομορφιά της υπέροχης Catherine Deneuve, που περιφέρει τη λεπτεπίλεπτη, σχεδόν αέρινη, σιλουέτα της εδώ κι εκεί με μια απαράμιλλη λιτότητα, μέσα σε υπέρκομψα χρωματιστά 60's φουστανάκια. Είναι το παίξιμο των ηθοποιών της εποχής, που προσωπικά βρίσκω αβίαστα κομψό, χωρίς καμία επιτήδευση ή διάθεση να προκαλέσει, καμία σχέση δηλαδή με όσα έχω συνηθίσει, που σχεδόν σε μαγεύει και σε υπνωτίζει. Οι απερίγραπτες συναισθηματικές εξάρσεις, η ταινία δεν φείδεται των στιγμών συναισθηματικού κρεσέντο, χωρίς όμως περιττούς λυρισμούς και μελό ξεχειλώματα, αλλά μεστές ουσίας και συναισθήματος. Η σκηνή που ο Guy πληροφορεί τη Geneviève για τo αναγκαστικό φευγιό του και εκείνη, γαντζωμένη επάνω του μέσα στο μπαρ, να τον εκλιπαρεί να την πάρει μαζί του - στον πόλεμο ναι, έτσι είναι ο έρωτας άλλωστε. Ο αποχωρισμός στο τρένο, με εκείνη να τρέχει καθώς το βαγόνι του απομακρύνεται φωνάζοντάς του ''θα σε περιμένω''. Η τραγική συνειδητοποίηση - στιγμή ωρίμανσης της 16χρονης Geneviève, που περίλυπη με δάκρυα στα μάτια απευθύνεται στη μητέρα της λέγοντας ''Νόμιζα πως αν έφευγε, θα πεθάνω. Γιατί δεν είμαι νεκρή;'' Η' κάπως έτσι. Δε χρειάζεται να είναι κανείς δηλωμένη drama queen για να φύγει δάκρυ, λίγη ευαισθησία αρκεί. Οι χαρακτήρες, αν και οι διάλογοι είναι σύντομοι περιεκτικοί και τόσο - όσο ώστε να διαβιβάζεται το μήνυμα, ξετυλίγονται επαρκώς και σκιαγραφείται ευκρινώς το ήθος του καθενός. Η καλοκάγαθη, φιλόδοξη και αυτάρεσκη μητέρα που προσπαθεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της νεαρής κόρης της και να μεριμνήσει για το καλό της, όλα αυτά όμως με θαυμαστή διακριτικότητα και τρυφερότητα και χωρίς να υποσκάπτει το ειδύλλιο, ενδεχόμενο που θα την καθιστούσε μάλλον αντιπαθή στα μάτια του θεατή. Ο μέλλων γαμπρός που είναι ένας επίσης καραβοτσακισμένος απ' τον έρωτα, με δοτική διάθεση και περισσή αγάπη για τη Geneviève και το παιδί της. Η υπομονετική, ταπεινή και συνετή Madeleineπου γλυκοκοιτάζει χρόνια τον Guy αλλά δεν ξεπέφτει στη μικρότητα του να του αποκαλύψει δια αλληλογραφίας πως η καλή του έφυγε με άλλον, αλλά καρτερικά και σταδιακά κερδίζει μια θέση στην καρδιά του και τη ζωή του (ταυτίστηκα λίγο). 

 Πιο πολύ απ' ολα όμως, νομίζω, με άγγιξε η κυνικά τελεσίδικη έκβαση του πράγματος, ο δραματικός αποχωρισμός που έγινε δυσβάσταχτη απουσία, η ευκολία που η πες-το-ζωή-πες-το-μοίρα έφερε δύο τρελά ερωτευμένους να διάγουν βίους παράλληλους, ζωές χωριστές και εν τέλει το τραγικό του όλου πράγματος. Δυο νέοι ερωτευμένοι και γεμάτοι όνειρα να καταλήγουν να αποχωρίζονται μια βραδιά Χριστουγέννων, έξι χρόνια μετά, σε ένα χιονισμένο βενζινάδικο, με εκείνον να αρνείται να αντικρίσει το παιδί του και εκείνη εκπληκτικά συγκροτημένη και συγκρατημένη απλά να αποχωρεί. Δεν ξέρεις σε ποιον να καταλογίσεις ευθύνες, αν όντως το ειδύλλιο ξεθύμανε, αν υπερίσχυσε ο ορθολογισμός έναντι του νεανικού έρωτα, αν η απόσταση ήταν που οδήγησε σε όλα αυτά, αν αυτή ήταν μια παραδόπιστη ανυπόμονη ή εκείνος αραίωσε τα γράμματά του από αμέλεια και όχι, όπως αποκαλύπτεται από την πλοκή, επειδή νοσηλεύτηκε τραυματισμένος σε νοσοκομείο για διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα. Ένας διάχυτος λυρισμός. Πολλοί όρκοι διαψευσμένοι. Ένα παθιασμένο ''I will wait for you'', που μόνο ως μέρος οξύμωρου σχήματος μπορείς πια να το δεις, να ξετυλίγεται μελωδικό επιτείνοντας τη δραματικότητα. Το μόνο που σου μένει στο τέλος είναι μια γλυκιά πίκρα για τη συνειδητοποίηση του αναπάντεχου της ζωής και οι υπέροχα μελοδραματικές μουσικές του Legrand.



Α, και ένας βαθύς αναστεναγμός.




                      





                              





















                         










                                          



Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Μηδέν στο πηλίκο



Που λες, αγωνιζόμουν για μια τόση δα θεσούλα.

Έλεγα, δεν μπορεί, θα μου τη δώσει. Θα την διεκδικήσω. Θα την κερδίσω με το σπαθί μου. Θα την παρακαλέσω. Θα την ικετέψω. Θα με λυπηθεί και θα μου την παραχωρήσει με μια ευγενική συγκατάβαση, όπως παραχωρούμε μια θέση στο μετρό. Με βαριά καρδιά, αλλά θα μου τη δώσει. Στις μεγάλες αυταπάτες, έλεγα, θα καταλάβει πως την αξίζω και θα μου την απονείμει απλόχερα. Σαν μετάλλιο ανδρείας. Να πάρ'τη, σου αξίζει. Μόνο σε σένα, καμια άλλη. Γιατί μόχθησες και πάλεψες και έτρεξες και έκλαψες. Γιατί με έπεισες. Να πάρ'τη. Είναι όλη δική σου. Κάν'την ό,τι θέλεις. Πάρ'την και πέτα την. Είναι δικιά σου. Αλλά πάρ'την. Δέξου την, σε παρακαλώ.

Αυτά ήλπιζα.

Και το χρόνο και την απόσταση τα μέτρησα με δάκρυα. Και η θεσούλα μού έγινε βραχνάς. Καψουρεύτηκα την κατάληψη της θεσούλας και υπερσκέλισα τον άνθρωπο. Είπα, ας μου τη δώσει κι ας μη μας βγει. Καρεκλοκένταυρος των αισθηματικών. Κτητική, φορτική, εμμονική και επίμονη. Σου χαρίζω λέξεις να παρηγορήσω το κενό μου, να γλυκονανουρίσεις την καθαρή, την επιλεκτική σου συνείδηση.

Υπήρξαν φορές που ήμουν κοντά. Μου μόστραρες την πολυπόθητη θεσούλα μου όπως μοστράρουν τα θέλγητρά τους οι ιερόδουλες στην παραλιακή. 

Αλλά πρόστυχα.

Ήξερες καλά τη δύναμή της, την επιρροή που είχε η ιδέα της θεσούλας στο μέσα μου - ή τη μάντευες. Ήταν ένα μαστίγιο μασκαρεμένο καρότο. 

Σε έναν αγώνα ταχύτητας, και να τρέχω και να τρέχω. 

Και να δίνω και να αποδεικνύω. Υπάκουο κορίτσι. Έτσι το ένιωθα πως σε ευχαριστούσα. Έτσι σε εξευμένιζα και η θεσούλα ερχόταν πιο κοντά. Αντιδραστικό κορίτσι. Στο διάολο κι εσύ και η θέση στη ζωή σου. Δεν γίνεται, δεν πάει, δεν το βλέπεις;

Συγγνώμη.

Και να τρέχω και να τρέχω. Υπάκουη, εκπαιδευμένη αρκούδα που χορεύει στο ρυθμό που παίζεις με δεξιοτεχνία το ντέφι σου, αρκούδα πρόθυμη να χαρίσει εξαίσια θεάματα, αγριεμένο θηρίο, αρκούδα με βαριές συναισθηματικές αλυσίδες σφιχτοδεμένες στους αστραγάλους, ντροπιασμένο ζώο που επιστρέφει μετανιωμένο στο βασανιστή του.

Ακόμα, δεν σου κρύβω, βαυκαλίζομαι με την ιδέα πως θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα 'σαι εσύ. Και ο ήχος κλήσης να αντιγυρίζει στα αυτιά μου : <<υπάρχει-μια-θέση-για-σένα-στη-ζωή-μου.>>







Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Condensed reality


Δεν θέλεις να μιλάς. Είναι πολύ περίεργο.

Νιώθεις πως σε στοιχειώνει μια προοπτική, και σε σφίγγει και σε σφίγγει.
Ξέρεις πως δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Δεν σου αρκεί αυτό που ζούμε. Αδυνατείς να νιώσεις μέρος αυτού του οικουμενικού. Νιώθεις μια πραγματικότητα να σε ξερνάει. 

(Το ξέρω πως προσπάθησες.)

Στο μυαλό σου στριφογυρίζουν χίλια πράγματα. Ένα πτυχίο, μια διπλωματική, το μετά, τα γερμανικά που με τόσο κόπο πλήρωσες και ποτέ δεν τελείωσες - πολλές αρχές που φλέρταρες με ενθουσιασμό και έμειναν ημιτελείς. Έχεις αρχίσει να πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε διατεταγμένη και καθ'όλα συντονισμένη υπηρεσία δολιοφθοράς εαυτού. 

Ναι, σε σαμποτάρεις.

Κάνεις αρχές για να τις παρατήσεις και να σου γίνουν βραχνάς στα σωθικά, χαλκάς στο μέσα σου. ''Το δρόμο για την παραίτηση τον μετράμε με τα πράγματα που εγκαταλείπουμε.''

Διαβάζεις διάφορα. Αποσπασματικά, συγγράμματα της σχολής, online courses φιλοσοφίας, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, Καμύ, Joyce Carol Oates και Μαλβίνα. Βλέπεις ταινίες μανιωδώς, - ξέρεις πως κάτι ψάχνεις.
Δεν θέλεις να μιλάς.
Ούτε στην επί 20 χρόνια φίλη σου, υποθέτεις έχετε αποξενωθεί. Και με τους άλλους.
Σε κουράζουν τα αισθηματικά των φίλων σου. Είναι θράσος, λες, να ζητάς και να περιμένεις από τον άλλον συμβουλή και συμπαράσταση σε κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος πιστεύεις ή σε ένα τέλμα που αυτοβούλως παλινδρομείς. Είναι θράσος να απαιτείς ξένη φαιά ουσία, να ροκανίζεις αδηφάγα χρόνο για να παρηγορήσεις το μάταιο κενό σου. 

Ο τελευταίος έρωτάς σου δεν ευοδόθηκε. Να μια ωραία λέξη για να πεις κομψεπίκομψα πως σταθήκατε λίγοι. Ίσως να 'μαστε φτιαγμένοι λίγοι.

Εθελόντρια δότρια αίματος, εθελόντρια δότρια μυελού των οστών, εθελόντρια στο ο,τιδήποτε.

Πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο, εννοώ, δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. 
Διψάς να βρεις ένα σκοπό, υψηλό και πανανθρώπινο και να του αφοσιωθείς. Να βρεις την άκρη από έναν μίτο που θα σε οδηγήσει στη χρυσή παρακαταθήκη του μέλλοντός σου, τη γρίλια που θα φωτίσει μια γαμημένη αιωνιότητα που βιάζεται να έρθει.

Ίσως βρίσκεις τον εαυτό σου. Ίσως να αλλοτριώνεσαι. Ίσως να μη συμβαίνει τίποτα, να είναι απλά μια φάση, σταμάτα να αναζητάς αιτίες σε όλα, το ξέρεις πως το πλήρωσες ακριβά.

Σίγουρα κάτι συμβαίνει. Νομίζω είναι σοβαρό. Μέχρι που απευθύνεσαι στον εαυτό σου σε βήτα ενικό.









Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Προσευχή

2/8

Θέλω εδώ και ώρες να κάνω μια προσευχή και αδυνατώ.

Έχω ξεχάσει πώς γίνεται.

Λένε πως η γνώση απελευθερώνει και απ'όσο καταλαβαίνω έτσι είναι. Λένε πως το θεμέλιο της Επιστήμης είναι η θετικιστική προσέγγιση με τις παρατηρήσεις - υπόθεση - πείραμα - έλεγχο και εξαγωγή συμπερασμάτων. Κάπως έτσι τέλος πάντων. Και πως φοβόμαστε αυτά που δεν έχουμε εκλογικεύσει και που αδυνατούμε να αποσαφηνίσουμε τις αιτιοκρατικές σχέσεις που τα διέπουν.

Έχω ανάγκη να προσευχηθώ και έχω ξεχάσει το πώς.

Παλιά, θυμάμαι, μετρούσα τους κόμπους από ένα κομποσχοίνι, έτσι κάνουν και στα μοναστήρια, ένας κόμπος και μια προσευχή, ένα σωστό κομποσχοίνι έχει 40 κόμπους ακριβώς ή 33 όσα και τα χρόνια του Ιησού, φωνές που ανασύρονται από ένα επίπεδο σχεδόν υποσυνείδητο μιας ταραγμένης και κάπου παραχωμένης παιδικής ηλικίας.

Αργότερα, θυμάμαι, αρκούσε να επαναλάβεις μια πρόταση - επίκληση στο Χριστό, με ένα τρόπο σχεδόν ψυχαναγκαστικό. Ίσως μέσα από την επανάληψη εμπεδώνεις την προσευχή ή ίσως ακόμα να αγγίζεις κάποιο επίπεδο θείας μέθεξης που σε καθιστά κοινωνό ενός μυστηριακού τελετουργικού, όπως οι αρχαίοι στα Ελευσίνια ή ο ήχος που κάνει το τύμπανο των Βουδιστών μοναχών.


Κάποτε θυμάμαι γονάτιζα μπροστά σε δυο εικόνες που κρέμονταν στον τοίχο του δωματίου μου και απηύθυνα με ευλάβεια μια μικρή και άλλοτε εκτενή προσευχή στα πρόσωπα που απεικόνιζαν, με την ελπίδα να με ακούνε. Γενικά μιλάω σαν να απευθύνομαι σε ένα πανταχού παρόν ον, παλιά πίστευα πως είναι οι νεκροί συγγενείς μας που παρακολουθούν κάθε μας κίνηση και ρίχνουν το επικριτικό τους βλέμμα στις στιγμές ντροπής, - δικής μας ντροπής ή ντροπής τέλος πάντων που θα έπρεπε να μας προκαλείται για ένα σωρό συμπλεγματικούς λόγους. Δεν είμαι σίγουρη πως ήξερα ποτέ να προσεύχομαι ή πως μου το έμαθαν. Και όταν ολοκλήρωνα αυτά που είχα να πω είμαι σίγουρη πως έμενα με ένα απροσδιόριστο αίσθημα δέους και ηλιθιότητας, μια επίγνωση επικοινωνίας με τον Δημιουργό και ταυτόγχρονα συνειδητοποίησης του γελοίου του αν-ακούει-κανείς.

Απόψε θέλω να προσευχηθώ, δεν ξέρω ποιον θα επικαλεστώ ή τι θα πω, δεν ξέρω τον τρόπο, θέλω να γείρω και να αποθέσω ένα ψυχικό βάρος σε μια παρήγορη νοερή αγκαλιά, να με ακούσει με συγκατάβαση και πραότητα και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά.




5/8 : ''Ευχαριστώ''.